Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σύμφωνα με τα

  • 1 σύμφωνα

    επίρρ. согласно; соответственно; в соответствии с...;

    σύμφωνα με τα λεγόμενα του... — согласно его словам...;

    σύμφωνα με το νόμο — согласно закону

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σύμφωνα

  • 2 σύμφωνα

    σύμφωνος
    agreeing in sound: neut nom /voc /acc pl

    Morphologia Graeca > σύμφωνα

  • 3 σύμφωνα

    [симфона] εκίρ. согласно, в согласии (с чем- либо).

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σύμφωνα

  • 4 σύμφωνα

    [симфона] επίρ согласно, в согласии (с чем- либо).

    Эллино-русский словарь > σύμφωνα

  • 5 σύμφωνα  με  ..

    cпоред...

    Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > σύμφωνα  με  ..

  • 6 σύμφωνα

    (...)e göre, (...) geregince, uyarınca

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > σύμφωνα

  • 7 σύμφωνα

    selon

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > σύμφωνα

  • 8 σύμφωνα με την...

    segons la..

    Griechisch-Katalanisch Wörterbuch > σύμφωνα με την...

  • 9 σύμφωνα με δηλώσεις

    cпоред  изjави

    Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > σύμφωνα με δηλώσεις

  • 10 σύμφωνα με τον

    cоглаcно

    Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > σύμφωνα με τον

  • 11 σύμφωνα με τον πρωθυπουργό

    cпоред  премиерот

    Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > σύμφωνα με τον πρωθυπουργό

  • 12 σύμφωνα  με  τον

    cоглаcно

    Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > σύμφωνα  με  τον

  • 13 selon

    σύμφωνα

    Dictionnaire Français-Grec > selon

  • 14 согласно

    σύμφωνα, ομόφωνα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > согласно

  • 15 ξύμφωνα

    σύμφωνα, σύμφωνος
    agreeing in sound: neut nom /voc /acc pl

    Morphologia Graeca > ξύμφωνα

  • 16 göre

    σύμφωνα με, (με γενική) βάσει

    Türkçe-Yunanca Sözlük > göre

  • 17 şeran

    σύμφωνα με τους κανόνες

    Türkçe-Yunanca Sözlük > şeran

  • 18 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 19 согласные

    (звуки) лингв. мн. τα σύμφωνα
    билабиальные - см. губно -губ-ные -
    губно-зубные - см. лабио -дентальные -
    взрывные - κλειστά - (б п д, т, г, к)
    - вибратны см. дрожащие -
    дрожащие - το υγρό σύμφωνο «ρ», τα αλλό-φωνά του και οι διάφορες αποχρώσεις του
    лабиальные - см. губные -
    носовые - ένρινα/έρρινα -, ρινικά -
    свистящие - (сибилянты) συριστικά - (с και з) смычно-взрывные см. взрывные -
    смычно-про-ходные - τα σύμφωνα м н л смычно-ще-левые - (аффрикаты) προστιβόμενα - (ц ч)
    смычные - см. взрывные -
    сонорные - ημίφωνα -, τα σύμφωνα ρ
    л м, н, й твёрдые - σκληρά -
    фрикативные - см. щелевые -

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > согласные

  • 20 по

    по
    предлог Α. с дат. п.
    1. (при указании места действия \по на поверхности, по поверхности) πάνω σέ, ἐπί / κατά μήκος (вдоль чего-л.):
    книги разбросаны по всему́ столу́ τά βιβλία εἶναι σκορπισμένα πάνω σ' ὀλο τό τραπέζι· ударить кулаком по́ столу κτυπώ μέ τή γροθιά ἐπάνω στό τραπέζι· гла́дить по голове χαϊδεύω τό κεφάλι· лететь по иебу πετώ στον οὐρανό·
    2. (при указании места \по где-л., в пределах чего-л.) σέ, είς, ἀνά:
    гулять по городу κάνω βόλτα στήν πόλη· по всему́ свету σέ ὀλον τόν κόσμο, ἀνά τήν ὑφήλιον по горим по полям στά βουνά καί στά λειβάδια·
    3. (при обозначении области, сферы чего-л. при указании на признак) σέ:
    он врач по профессии εἶναι ἱατρός στό ἐπάγγελμα· по росту он меньше всех στό μπόϊ εἶναι πιό κοντός ἀπ· ὀλους· лу́чший по качеству καλλίτερος σέ ποιότητα· урок по физике τό μάθημα φυσικής· соревнование по плаванию οἱ ἀγώνες κολυμβήσεως, οἱ κολυμβητικοί ἀγώνες'
    4. (согласно, в соответствии) κατά, συμφὠνως, σύμφωνα, ὀπως; по общему мнению κατά τήν γνώμη ὀλων· по выбору κατ' ἐκλογήν по жела́иию κατά βούλησιν по закону κατά τόν νόμον по заслу́гам ὅπως τοῦ ἀξίζεν по последней моде σύμφωνα μέ τήν τελευταία μόδά поезда ходят по расписанию τά τραίνα κυκλοφορούν σύμφωνα μέ τό δρομολόγιο· по своей воле οίκειοθελῶς, αὐτοβούλως·
    5. (на основании чего-л., из чего-л.) ἀπό, ἐκ:
    по внешнему виду ἐξ ὀψεως· по опыту ἀπό πείρα, ἐκ πείρας·
    6. (при указании причины\по вследствие чего-л., из-за чего-л.) ἐξ αίτίας, λόγω:
    по болезни λογω ἀσθενείας· по твоей вине ἐξ αἰτίας σου· по ошибке κατά λαθος· по неосторожности ἐξ ἀμελείας, ἀπροσεξίας· отпуск по беременности ἀδεια λόγω ἐγγυμοσύνης· по слу́чаю чего́-л. ἐπί τή εὐκαιρία·
    7. (при указании родства, близости):
    родственник по отцу́ συγγενής ἐκ πατρός, συγγενής ἀπό πατέρα· товарищ по университету συμφοιτητής ἀπό τό πανεπιστήμιον грек по происхождению Έλληνας τήν καταγωγή ν
    8. (посредством чего-л.) μέ, διά, διά μέσου:
    по почте ταχυδρομικώς, μέ τό ταχυδρομείό объявить по радио ἀνακοινώνω ἀπό τό ραδιόφωνο· ехать по железной дороге πηγαίνω σιδηροδρομικώς, ταξιδεύω μέ τόν σιδηρόδρομο· по телефону ἀπό τηλεφώνου, τηλεφωνικώς· по телеграфу διά τηλεγράφον, τηλεγρα-φικῶς· по воздуху ἀεροπορικώς· идти́ по ветру (о судне) πηγαίνω μέ ὁὔριο ἄνεμο· по дороге (в пути) καθ' ὀδόν, οταν πηγαίναμε, στον δρόμο·
    9. (при обозначении времени, в которое регулярно происходит что-л., чаще не переводится):
    по вечерам τά βράδυα· по ночам τίς νύχτες· по праздникам τίς γιορτές· Б. с вин. п. (при указании предела в пространстве и во времени\по вплоть до) μέχρι[ς], Ιως, ὠς; по по́яс ὡς τήν μέση· по 5-е сентября μέχρι τίς πέντε Σεπτεμβρίου· по сей день μέχρι σήμερα, ὡς τώρα· В. с дат. и вин. п. (в разделительном значении) ἀνά:
    по́ два ἀνά δύο, δυό δυό· по одному́ ἀνά ίνας, ἔνας ἐνας· по кускам κατά τεμάχια, μέ τό κομμάτί по десять рублей штука δέκα ρούβλια τό κομμάτι· по пять рублей ἀπό πέντε ρούβλια· Г. с предл. п. (при обозначении времени \по после) μετά:
    по возвращении μετά τήν ἐπιστροφήν по окончании μετά τήν λήξιν, μετά τό πέρας· ◊ по временам ἀπό καιρό σέ καιρό· скучать по до́му νοσταλγώ τό σπίτι μου· τοῦκέ по родине ἡ νοσταλγία· по тебе видно, что... ἀπό σένα φαίνεται δτι...· по мне разг κατά τήν γνώμην μου, κατ' ἐμέ· по меньшей мере τουλάχιστον по ту сторону ἀπ' τήν ἀλλη μεριά, ἐκείθεν, πέρα ἀπό· по правую (левую) руку ἀπ' τό δεξί (ἀπό τό ἀριστερό) χέρι· мне это не по душе αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει.

    Русско-новогреческий словарь > по

См. также в других словарях:

  • σύμφωνα — σύμφωνος agreeing in sound neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομικό γεγονός — Σύμφωνα με το δίκαιο όλων των λαών, η παραγωγή, η τροποποίηση ή η απόσβεση των νομικών σχέσεων ή καταστάσεων ή, όπως γενικότερα λέγεται, η πραγματοποίηση νομικών αποτελεσμάτων, βρίσκονται, κατά κανόνα, σε άμεση εξάρτηση από την επέλευση ενός… …   Dictionary of Greek

  • αθάνατο νερό — Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, είναι νερό θαυματουργό που η πόση του, ο ραντισμός ή το βάπτισμα σε αυτό κάνει τον άνθρωπο αθάνατο. Η παράδοση αυτή ανάγεται στην αρχαιότητα. Α.ν. ήταν το Στυγός ύδωρ του Άδη, εκεί όπου η Θέτιδα βάφτισε τον Αχιλλέα… …   Dictionary of Greek

  • ψαριά — Σύμφωνα με τις σύγχρονες ταξινομήσεις, τα ψ. αποτελούν μια υπερκλάση η οποία περιλαμβάνει τα σπονδυλωτά που είναι προσαρμοσμένα στην υδρόβια ζωή. Στα επιστημονικά συγγράμματα αναφέρονται και με την ονομασία ιχθύες. Από αυτά μελετήθηκαν έως σήμερα …   Dictionary of Greek

  • Αδ — Σύμφωνα με την αραβική μυθολογία, ήταν o πρώτος μετά τη σύγχυση των γλωσσών γενάρχης των Αδιτών, κατοίκων της Αραβίας. Ήταν δισέγγονος του γιου του Νώε, Σημ, ή, σύμφωνα με άλλη παράδοση, του άλλου γιου του, Χαμ. Έζησε 1.200 χρόνια και νυμφεύτηκε… …   Dictionary of Greek

  • μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα …   Dictionary of Greek

  • αγιασμός — Σύμφωνα με τη λειτουργική της Ορθόδοξης Εκκλησίας α. λέγεται η ευλογία των νερών με ευχές και σταυρικές επισφραγίσεις και ο εξαγνισμός, στη συνέχεια, του πιστού με ραντισμό. 1. Μέγας α. Τελείται την παραμονή και ανήμερα των Θεοφανείων για να… …   Dictionary of Greek

  • αγροληψία — Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, α. είναι η μίσθωση αγροτικού κτήματος κατά την οποία το μίσθωμα για την παραχωρούμενη χρήση και κάρπωση δεν καταβάλλεται σε χρήμα, αλλά πάντοτε σε ποσοστό από τους παραγόμενους καρπούς. Ο μισθωτής αγρολήπτης… …   Dictionary of Greek

  • αντίχριστος — Σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη, είναι η προσωποποίηση εκείνου ο οποίος φρονεί και πράττει αντίθετα προς τον Χριστό. Τον όρο αυτό συναντούμε στις επιστολές του Ευαγγελιστή Ιωάννη (Α΄ Ιω. β΄18, δ΄3, Β΄ Ιω. 7). Ονομάζει Α. εκείνον που αρνείται τον… …   Dictionary of Greek

  • αποκλήρωση — Σύμφωνα με το Κληρονομικό Δίκαιο, ο κληρονομούμενος μπορεί με διαθήκη του να αποκληρώσει συγγενείς του ή τον/τη σύζυγό του από την κληρονομιά του. Προκειμένου όμως για τη νόμιμη μοίρα, το ποσοστό δηλαδή της κληρονομιάς που παίρνουν υποχρεωτικά… …   Dictionary of Greek

  • αριστοκρατία — Σύμφωνα με την ετυμολογική σημασία της λέξης σημαίνει η κυριαρχία των αρίστων, πολίτευμα δηλαδή όπου κυβερνούν άνθρωποι που διακρίνονται από τους άλλους για την αξία, την υψηλή καταγωγή ή τη σοφία τους. Στην Πολιτεία του Πλάτωνα αποδεικνύεται η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»